internet
Ο Δρ David Carpenter, διευθυντής του Ινστιτούτου για την Υγεία και το Περιβάλλον στο Πανεπιστήμιο στο Albany, δημοσίευσε μια σημαντική μελέτη στο περιοδικό Science, σχετικά με τη μόλυνση στα ψάρια.
Δεν είναι η φυσική κατάσταση του σολομού, να στριμώχνεται μέσα σε σιλό και να τρέφεται με σόγια, με απόβλητα πτηνοτροφείων και υδρολυμμένα φτερά κοτόπουλου. Ως αποτέλεσμα, η σάρκα του σολομού είναι φτωχότερη σε βιταμίνη D και περιέχει μεγαλύτερες ποσότητες από μολυσματικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων καρκινογόνων ουσιών PCBs, βρωμιούχων επιβραδυντικών φλόγας και φυτοφαρμάκων, όπως η διοξίνη και το DDT. Σύμφωνα με τον Carpenter, τα πιο μολυσμένα ψάρια προέρχονται από τη Βόρεια Ευρώπη. «Για να καταναλώνετε τέτοιο είδος σολομού και ταυτόχρονα να μην αυξήσετε τον κίνδυνο καρκίνου, θα έπρεπε να τρώτε ένα δείπνο τέτοιου σολομού κάθε 5 μήνες», λέει ο Carpenter, του οποίου η μελέτη του 2004 για τη μόλυνση των ψαριών είχε λάβει μεγάλης έκτασης δημοσιότητα από τα μέσα ενημέρωσης, «…τόσο άσχημη είναι η κατάσταση». Προκαταρκτικές επιστημονικές μελέτες έχουν συνδέσει επίσης το DDT με τον διαβήτη και την παχυσαρκία, αλλά μερικοί διατροφολόγοι πιστεύουν ότι τα οφέλη των ωμέγα-3 λιπαρών οξέων αντισταθμίζουν τους κινδύνους. Υπάρχει επίσης ανησυχία για τις μεγάλες ποσότητες αντιβιοτικών και φυτοφαρμάκων που χρησιμοποιούνται στην εκτροφή αυτών των ψαριών. Όταν τρώτε σολομό ιχθυοτροφείου, παίρνετε μια καλή δόση από αυτά τα φυτοφάρμακα και τα αντιβιοτικά.
Προτιμήστε άγριο σολομό Αλάσκας. Αν στη συσκευασία γράφει «Ατλαντικού», τότε οπωσδήποτε είναι ιχθυοτροφείου. Δεν έχουν απομείνει εμπορικά αλιεύματα άγριου σολομού στον Ατλαντικό.