επιμέλεια κειμένου Λίλλυ Βελισσαρίου
Σταμάτησε να χορεύει στα 74 της χρόνια. Βρίσκουμε στοιχεία της τεχνικής της και στο σύστημα Pilates.
Την τεχνική της διδαχτήκαμε πολλοί χορευτές και πολλοί δάσκαλοί μας (Ραλλού Μάνου, Ζουζού Νικολούδη, Αγάπη Ευαγγελίδη, Λένα Ζαμπούρα κ.α.). Για αρκετά χρόνια και στην Ελλάδα στις επαγγελματικές σχολές χορού, το “σύγχρονο” που ήταν υποχρεωτικό μάθημα της ύλης του Υπουργείου Πολιτισμού, ήταν από το σύστημά της.
Το σύστημα Γκράχαμ δούλευε πολύ στο πάτωμα αλλά και είχε την αρχή του στην βαρύτητα του σώματος.
Η ίδια εμπνεύστηκε πολύ στα έργα της από την Αρχαία Ελλάδα και παρουσίασε το έργα της στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Οι κινήσεις που εισήγαγε, λοιπόν, ήταν καινούργιες, πρωτότυπες και άσχετες με ό,τι είχε ως τότε προηγηθεί.
Είχε εφεύρει μια νέα γλώσσα της κίνησης, και το χρησιμοποίησε για να αποκαλύψει το πάθος, την οργή και την έκσταση για την ανθρώπινη εμπειρία.
Σε αντίθεση με τις «μαλακές», λυρικές κινήσεις της Ισιδώρας Ντάνκαν και της Ρουθ Σεντ Ντένις, οι δικές της στην αρχή ήταν αποκλειστικά δυνατές, κοφτές και βίαιες και μόνο αργότερα αποκτούσαν κάποια τρυφερότητα. Δεν ήταν μάλιστα λίγες οι φορές κατά τις οποίες η Γκράχαμ κατηγορήθηκε για τον «άσχημο» χορό της.
Έχει χορέψει και χορογραφήσει για πάνω από εβδομήντα χρόνια, και κατά το διάστημα αυτό ήταν η πρώτη χορεύτρια που χόρεψε ποτέ στο Λευκό Οίκο , η πρώτη χορεύτρια που ταξίδεψε στο εξωτερικό, ως πολιτιστικός πρέσβης, και η πρώτη χορεύτρια που έλαβε το υψηλότερο πολιτικό βραβείο της ΗΠΑ: το Μετάλλιο της Ελευθερίας . Στη διάρκεια της ζωής της, έλαβε τιμές που κυμαίνονται από το κλειδί της πόλης του Παρισιού για το Αυτοκρατορική Ιαπωνία Διάταξη του Τιμίου Crown .
Είπε, «Έχω περάσει όλη μου τη ζωή με το χορό και να είμαι χορεύτρια . Επιτρέποντας τη ζωή να την χρησιμοποιήσω με έναν πολύ έντονο τρόπο. Μερικές φορές δεν είναι ευχάριστο. Αλλά παρ ‘όλα αυτά, είναι αναπόφευκτο.
Η Μάρθα Γκράχαμ γεννήθηκε το 1896 σε μια μικρή πόλη έξω από το Πίτσμπουργκ της Πενσυλβανίας. Πρώτη της επιρροή υπήρξε ο πατέρας της, ψυχολόγος στο επάγγελμα, ο οποίος ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη «γλώσσα» του ανθρώπινου σώματος. «Η κίνηση δεν λέει ποτέ ψέματα» έλεγε ο δρ Γκράχαμ, μια φράση που επαναλάμβανε συχνά η μεγαλύτερη κόρη του καθ’ όλη τη διάρκεια της ενηλίκου ζωής της.
Η πρώτη παράσταση χορού που είδε η Μάρθα Γκράχαμ σε ηλικία 17 ετών ένα ρεσιτάλ της πρωτοποριακής χορεύτριας της εποχής Ρουθ Σεντ Ντένις στο Λος Αντζελες στάθηκε καθοριστική. Λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκε να παρακολουθεί μαθήματα στη σχολή των «Ντένισον» (την οποία διατηρούσε η Ρουθ Σεντ Ντένις μαζί με τον σύζυγό της Τεντ Σον) και γρήγορα εξελίχθηκε σε μια από τις γνωστότερες χορεύτριες του συγκροτήματος. Το 1923, ωστόσο, η Γκράχαμ εγκατέλειψε το «ποίμνιο» αναζητώντας την τύχη της στη Νέα Υόρκη. Το 1929 ίδρυσε την δική της ομάδα. Προκειμένου μάλιστα να εξοικονομήσει πόρους έκανε διάφορες δουλειές. Μεταξύ αυτών, η διδασκαλία κίνησης σε ηθοποιούς όπως ο Γκρέγκορι Πεκ και η Μπέτι Ντέιβις, η οποία σχολίαζε: «Τη λάτρευα. Ήταν γεμάτη ένταση. Η φλόγα της ήταν αρκετή να δώσει στο κορμί της τη δύναμη δέκα ανδρών». Τίποτε, ωστόσο, δεν ήταν ικανό να αποσπάσει την Γκράχαμ από την «ιερή» αποστολή της: να αποτυπώσει, μέσω της κίνησης, το γράφημα της ανθρώπινης καρδιάς.
Παρά το ότι οι χορογραφίες που παρουσίασε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ήταν μάλλον επηρεασμένες από τους Ντένισον, τα επόμενα χρόνια η Μάρθα Γκράχαμ άρχισε να διαμορφώνει ένα νέο σύστημα κίνησης: ενώ οι μέντορές της εξερευνούσαν τις ξένες χώρες, εκείνη στράφηκε προς την ανθρώπινη ψυχή.
Ο,τι την ενδιέφερε ήταν να φωτίσει τα σκοτεινά κίνητρα και τις συγκρούσεις που καθορίζουν τις πράξεις των ανθρώπων. Με τα «Πρωτόγονα Μυστήρια» (1931) το πρώτο της αριστούργημα που κέρδισε την προσοχή κοινού και κριτικών σε όλον τον κόσμο η Μάρθα Γκράχαμ εστίασε στην ψυχολογική αξία των αρχέγονων ιεροτελεστιών, θέμα που την απασχόλησε και στο «Σκοτεινό Λιβάδι» (1946).
Έχοντας υπογράψει έργα με ηρωίδες τη Μήδεια, την Ιοκάστη, την Άλκηστη, τη Φαίδρα και την Αριάδνη, η Μάρθα Γκράχαμ επέστρεψε στη μυθολογία με το αριστούργημά της: την «Κλυταιμνήστρα» (1958). Επρόκειτο για το πρώτο χορόδραμα σύγχρονης κινησιολογίας σε δύο πράξεις με πρόλογο και επίλογο: ένα ενδοσκοπικό «ταξίδι ψυχής» στα βάθη της ανακάλυψης. Η εξερεύνηση εξάλλου του σύγχρονου πνεύματος είναι αναγνωρίσιμη σε όλα τα έργα της Γκράχαμ: ακόμη και στην εύθυμη «Άνοιξη στα Απαλάχια» (1944), τα λυρικά «Παιχνίδια των αγγέλων» (1948) αλλά και στους πνευματώδεις «Ακροβάτες των θεών» (1960) είναι αναγνωρίσιμος ένας πυρήνας διανόησης.
Γνωστή για την αδάμαστη θέληση και την ανεξάντλητη αντοχή της, η Μάρθα Γκράχαμ εγκατέλειψε τη σκηνή το 1970 σε ηλικία 74 ετών. Συνέχισε ωστόσο να διδάσκει και να χορογραφεί. Πέθανε το 1991 αφήνοντας πίσω της μια 75χρονη καριέρα. «Πώς θέλετε να σας θυμούνται, ως χορεύτρια ή ως χορογράφο;» τη ρώτησαν κάποτε. «Ως χορεύτρια» απάντησε εκείνη. Τα κατάφερε; Μάλλον όχι. Παραμένει ωστόσο ο αέρας που αναπνέει κάθε σύγχρονος χορευτής…